Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
συγκάμπτω
σύγκαμψις
συγκανηφορέω
συγκαρκινόομαι
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκατάβασις
συγκαταβιβάζω
συγκαταβιόω
συγκαταγαπάω
συγκαταγήρασις
συγκαταγηράσκω
View word page
συγκαρκινόομαι
entwine

ShortDef

entwine

Debugging

Headword:
συγκαρκινόομαι
Headword (normalized):
συγκαρκινόομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκαρκινοομαι
IDX:
82415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82416
Key:

Data

{'content': 'entwine'}