Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκάλυμμα
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
συγκάμπτω
σύγκαμψις
συγκανηφορέω
συγκαρκινόομαι
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκατάβασις
συγκαταβιβάζω
συγκαταβιόω
συγκαταγαπάω
συγκαταγήρασις
View word page
συγκανηφορέω
help as κανηφόρος

ShortDef

help as κανηφόρος

Debugging

Headword:
συγκανηφορέω
Headword (normalized):
συγκανηφορέω
Headword (normalized/stripped):
συγκανηφορεω
IDX:
82414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82415
Key:

Data

{'content': 'help as κανηφόρος'}