Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαλλύνω
συγκάλυμμα
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
συγκάμπτω
σύγκαμψις
συγκανηφορέω
συγκαρκινόομαι
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκατάβασις
συγκαταβιβάζω
συγκαταβιόω
συγκαταγαπάω
View word page
σύγκαμψις
a bending together

ShortDef

a bending together

Debugging

Headword:
σύγκαμψις
Headword (normalized):
σύγκαμψις
Headword (normalized/stripped):
συγκαμψις
IDX:
82413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82414
Key:

Data

{'content': 'a bending together'}