Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκαλινδέομαι
συγκαλλύνω
συγκάλυμμα
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
συγκάμπτω
σύγκαμψις
συγκανηφορέω
συγκαρκινόομαι
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκατάβασις
συγκαταβιβάζω
συγκαταβιόω
View word page
συγκάμπτω
to bend together, bend the knee
ShortDef
to bend together, bend the knee
Debugging
Headword:
συγκάμπτω
Headword (normalized):
συγκάμπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκαμπτω
IDX:
82412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82413
Key:
Data
{'content': 'to bend together, bend the knee'}