Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαλέω
συγκαλινδέομαι
συγκαλλύνω
συγκάλυμμα
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
συγκάμπτω
σύγκαμψις
συγκανηφορέω
συγκαρκινόομαι
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκατάβασις
συγκαταβιβάζω
View word page
συγκαμπτός
flexed

ShortDef

flexed

Debugging

Headword:
συγκαμπτός
Headword (normalized):
συγκαμπτός
Headword (normalized/stripped):
συγκαμπτος
IDX:
82411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82412
Key:

Data

{'content': 'flexed'}