Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκακόω
συγκαλέω
συγκαλινδέομαι
συγκαλλύνω
συγκάλυμμα
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
συγκάμπτω
σύγκαμψις
συγκανηφορέω
συγκαρκινόομαι
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκατάβασις
View word page
συγκαμπή
a bight, joint

ShortDef

a bight, joint

Debugging

Headword:
συγκαμπή
Headword (normalized):
συγκαμπή
Headword (normalized/stripped):
συγκαμπη
IDX:
82410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82411
Key:

Data

{'content': 'a bight, joint'}