Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκακουχέομαι
συγκακόω
συγκαλέω
συγκαλινδέομαι
συγκαλλύνω
συγκάλυμμα
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
συγκάμπτω
σύγκαμψις
συγκανηφορέω
συγκαρκινόομαι
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
View word page
συγκάμνω
to labour
ShortDef
to labour
Debugging
Headword:
συγκάμνω
Headword (normalized):
συγκάμνω
Headword (normalized/stripped):
συγκαμνω
IDX:
82409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82410
Key:
Data
{'content': 'to labour'}