Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκακουργέω
συγκακουχέομαι
συγκακόω
συγκαλέω
συγκαλινδέομαι
συγκαλλύνω
συγκάλυμμα
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
συγκάμπτω
σύγκαμψις
συγκανηφορέω
συγκαρκινόομαι
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
View word page
συγκαλύπτω
to cover
ShortDef
to cover
Debugging
Headword:
συγκαλύπτω
Headword (normalized):
συγκαλύπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκαλυπτω
IDX:
82408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82409
Key:
Data
{'content': 'to cover'}