Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουργέω
συγκακουχέομαι
συγκακόω
συγκαλέω
συγκαλινδέομαι
συγκαλλύνω
συγκάλυμμα
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
συγκάμπτω
σύγκαμψις
συγκανηφορέω
συγκαρκινόομαι
συγκασιγνήτη
View word page
συγκαλυπτέος
to be veiled, concealed

ShortDef

to be veiled, concealed

Debugging

Headword:
συγκαλυπτέος
Headword (normalized):
συγκαλυπτέος
Headword (normalized/stripped):
συγκαλυπτεος
IDX:
82406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82407
Key:

Data

{'content': 'to be veiled, concealed'}