Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύγκαιρος
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουργέω
συγκακουχέομαι
συγκακόω
συγκαλέω
συγκαλινδέομαι
συγκαλλύνω
συγκάλυμμα
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
συγκάμπτω
σύγκαμψις
συγκανηφορέω
συγκαρκινόομαι
View word page
συγκαλυμμός
a covering

ShortDef

a covering

Debugging

Headword:
συγκαλυμμός
Headword (normalized):
συγκαλυμμός
Headword (normalized/stripped):
συγκαλυμμος
IDX:
82405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82406
Key:

Data

{'content': 'a covering'}