Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαθυφαίνω
σύγκαιρος
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουργέω
συγκακουχέομαι
συγκακόω
συγκαλέω
συγκαλινδέομαι
συγκαλλύνω
συγκάλυμμα
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
συγκάμπτω
σύγκαμψις
συγκανηφορέω
View word page
συγκάλυμμα
a covering

ShortDef

a covering

Debugging

Headword:
συγκάλυμμα
Headword (normalized):
συγκάλυμμα
Headword (normalized/stripped):
συγκαλυμμα
IDX:
82404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82405
Key:

Data

{'content': 'a covering'}