Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαθοσιόω
συγκαθυφαίνω
σύγκαιρος
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουργέω
συγκακουχέομαι
συγκακόω
συγκαλέω
συγκαλινδέομαι
συγκαλλύνω
συγκάλυμμα
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
συγκάμπτω
σύγκαμψις
View word page
συγκαλλύνω
sweep up together

ShortDef

sweep up together

Debugging

Headword:
συγκαλλύνω
Headword (normalized):
συγκαλλύνω
Headword (normalized/stripped):
συγκαλλυνω
IDX:
82403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82404
Key:

Data

{'content': 'sweep up together'}