Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαθορμίζομαι
συγκαθοσιόω
συγκαθυφαίνω
σύγκαιρος
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουργέω
συγκακουχέομαι
συγκακόω
συγκαλέω
συγκαλινδέομαι
συγκαλλύνω
συγκάλυμμα
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
συγκάμπτω
View word page
συγκαλινδέομαι
roll about with

ShortDef

roll about with

Debugging

Headword:
συγκαλινδέομαι
Headword (normalized):
συγκαλινδέομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκαλινδεομαι
IDX:
82402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82403
Key:

Data

{'content': 'roll about with'}