Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαθοράω
συγκαθορμίζομαι
συγκαθοσιόω
συγκαθυφαίνω
σύγκαιρος
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουργέω
συγκακουχέομαι
συγκακόω
συγκαλέω
συγκαλινδέομαι
συγκαλλύνω
συγκάλυμμα
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
View word page
συγκαλέω
to call to council, convoke, convene

ShortDef

to call to council, convoke, convene

Debugging

Headword:
συγκαλέω
Headword (normalized):
συγκαλέω
Headword (normalized/stripped):
συγκαλεω
IDX:
82401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82402
Key:

Data

{'content': 'to call to council, convoke, convene'}