Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαθίστημι
συγκαθοράω
συγκαθορμίζομαι
συγκαθοσιόω
συγκαθυφαίνω
σύγκαιρος
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουργέω
συγκακουχέομαι
συγκακόω
συγκαλέω
συγκαλινδέομαι
συγκαλλύνω
συγκάλυμμα
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
View word page
συγκακόω
injure, harm

ShortDef

injure, harm

Debugging

Headword:
συγκακόω
Headword (normalized):
συγκακόω
Headword (normalized/stripped):
συγκακοω
IDX:
82400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82401
Key:

Data

{'content': 'injure, harm'}