Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθοράω
συγκαθορμίζομαι
συγκαθοσιόω
συγκαθυφαίνω
σύγκαιρος
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουργέω
συγκακουχέομαι
συγκακόω
συγκαλέω
συγκαλινδέομαι
συγκαλλύνω
συγκάλυμμα
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
View word page
συγκακουχέομαι
to endure adversity with

ShortDef

to endure adversity with

Debugging

Headword:
συγκακουχέομαι
Headword (normalized):
συγκακουχέομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκακουχεομαι
IDX:
82399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82400
Key:

Data

{'content': 'to endure adversity with'}