Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθοράω
συγκαθορμίζομαι
συγκαθοσιόω
συγκαθυφαίνω
σύγκαιρος
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουργέω
συγκακουχέομαι
συγκακόω
συγκαλέω
συγκαλινδέομαι
συγκαλλύνω
συγκάλυμμα
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
View word page
συγκακουργέω
to be party with

ShortDef

to be party with

Debugging

Headword:
συγκακουργέω
Headword (normalized):
συγκακουργέω
Headword (normalized/stripped):
συγκακουργεω
IDX:
82398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82399
Key:

Data

{'content': 'to be party with'}