Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθοράω
συγκαθορμίζομαι
συγκαθοσιόω
συγκαθυφαίνω
σύγκαιρος
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουργέω
συγκακουχέομαι
συγκακόω
συγκαλέω
συγκαλινδέομαι
συγκαλλύνω
συγκάλυμμα
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
View word page
συγκακοπαθέω
to partake in sufferings

ShortDef

to partake in sufferings

Debugging

Headword:
συγκακοπαθέω
Headword (normalized):
συγκακοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
συγκακοπαθεω
IDX:
82397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82398
Key:

Data

{'content': 'to partake in sufferings'}