Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαθεύδω
συγκαθέψω
συγκάθημαι
συγκαθιδρύω
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθοράω
συγκαθορμίζομαι
συγκαθοσιόω
συγκαθυφαίνω
σύγκαιρος
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουργέω
συγκακουχέομαι
συγκακόω
συγκαλέω
συγκαλινδέομαι
συγκαλλύνω
View word page
συγκαθοσιόω
consecrate together with

ShortDef

consecrate together with

Debugging

Headword:
συγκαθοσιόω
Headword (normalized):
συγκαθοσιόω
Headword (normalized/stripped):
συγκαθοσιοω
IDX:
82393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82394
Key:

Data

{'content': 'consecrate together with'}