Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαθέλκω
συγκαθεύδησις
συγκαθεύδω
συγκαθέψω
συγκάθημαι
συγκαθιδρύω
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθοράω
συγκαθορμίζομαι
συγκαθοσιόω
συγκαθυφαίνω
σύγκαιρος
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουργέω
συγκακουχέομαι
συγκακόω
συγκαλέω
View word page
συγκαθοράω
see at once

ShortDef

see at once

Debugging

Headword:
συγκαθοράω
Headword (normalized):
συγκαθοράω
Headword (normalized/stripped):
συγκαθοραω
IDX:
82391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82392
Key:

Data

{'content': 'see at once'}