Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαθείργω
συγκαθέλκω
συγκαθεύδησις
συγκαθεύδω
συγκαθέψω
συγκάθημαι
συγκαθιδρύω
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθοράω
συγκαθορμίζομαι
συγκαθοσιόω
συγκαθυφαίνω
σύγκαιρος
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουργέω
συγκακουχέομαι
συγκακόω
View word page
συγκαθίστημι
to bring into place together

ShortDef

to bring into place together

Debugging

Headword:
συγκαθίστημι
Headword (normalized):
συγκαθίστημι
Headword (normalized/stripped):
συγκαθιστημι
IDX:
82390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82391
Key:

Data

{'content': 'to bring into place together'}