Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαθέζομαι
συγκαθείμαρμαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκω
συγκαθεύδησις
συγκαθεύδω
συγκαθέψω
συγκάθημαι
συγκαθιδρύω
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθοράω
συγκαθορμίζομαι
συγκαθοσιόω
συγκαθυφαίνω
σύγκαιρος
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουργέω
View word page
συγκαθίζω
to make to sit together

ShortDef

to make to sit together

Debugging

Headword:
συγκαθίζω
Headword (normalized):
συγκαθίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκαθιζω
IDX:
82388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82389
Key:

Data

{'content': 'to make to sit together'}