Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκαθαρεύω
συγκαθαρμόζω
συγκάθεδρος
συγκαθέζομαι
συγκαθείμαρμαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκω
συγκαθεύδησις
συγκαθεύδω
συγκαθέψω
συγκάθημαι
συγκαθιδρύω
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθοράω
συγκαθορμίζομαι
συγκαθοσιόω
συγκαθυφαίνω
σύγκαιρος
View word page
συγκάθημαι
to be seated
ShortDef
to be seated
Debugging
Headword:
συγκάθημαι
Headword (normalized):
συγκάθημαι
Headword (normalized/stripped):
συγκαθημαι
IDX:
82385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82386
Key:
Data
{'content': 'to be seated'}