Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαθαιρέω
συγκαθαίρω
συγκαθαρεύω
συγκαθαρμόζω
συγκάθεδρος
συγκαθέζομαι
συγκαθείμαρμαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκω
συγκαθεύδησις
συγκαθεύδω
συγκαθέψω
συγκάθημαι
συγκαθιδρύω
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθοράω
συγκαθορμίζομαι
συγκαθοσιόω
View word page
συγκαθεύδω
to sleep with

ShortDef

to sleep with

Debugging

Headword:
συγκαθεύδω
Headword (normalized):
συγκαθεύδω
Headword (normalized/stripped):
συγκαθευδω
IDX:
82383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82384
Key:

Data

{'content': 'to sleep with'}