Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθαίρω
συγκαθαρεύω
συγκαθαρμόζω
συγκάθεδρος
συγκαθέζομαι
συγκαθείμαρμαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκω
συγκαθεύδησις
συγκαθεύδω
συγκαθέψω
συγκάθημαι
συγκαθιδρύω
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθοράω
συγκαθορμίζομαι
View word page
συγκαθεύδησις
sexual intercourse

ShortDef

sexual intercourse

Debugging

Headword:
συγκαθεύδησις
Headword (normalized):
συγκαθεύδησις
Headword (normalized/stripped):
συγκαθευδησις
IDX:
82382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82383
Key:

Data

{'content': 'sexual intercourse'}