Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγγυναικονόμος
συγγώνιον
συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθαίρω
συγκαθαρεύω
συγκαθαρμόζω
συγκάθεδρος
συγκαθέζομαι
συγκαθείμαρμαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκω
συγκαθεύδησις
συγκαθεύδω
συγκαθέψω
συγκάθημαι
συγκαθιδρύω
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
View word page
συγκαθείργω
to shut up with

ShortDef

to shut up with

Debugging

Headword:
συγκαθείργω
Headword (normalized):
συγκαθείργω
Headword (normalized/stripped):
συγκαθειργω
IDX:
82380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82381
Key:

Data

{'content': 'to shut up with'}