Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγγυμνασία
συγγυμναστής
συγγυμνόομαι
συγγυναικονόμος
συγγώνιον
συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθαίρω
συγκαθαρεύω
συγκαθαρμόζω
συγκάθεδρος
συγκαθέζομαι
συγκαθείμαρμαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκω
συγκαθεύδησις
συγκαθεύδω
συγκαθέψω
συγκάθημαι
συγκαθιδρύω
συγκαθιερόω
View word page
συγκάθεδρος
assessor, colleague

ShortDef

assessor, colleague

Debugging

Headword:
συγκάθεδρος
Headword (normalized):
συγκάθεδρος
Headword (normalized/stripped):
συγκαθεδρος
IDX:
82377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82378
Key:

Data

{'content': 'assessor, colleague'}