Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγγυμνάζω
συγγυμνασία
συγγυμναστής
συγγυμνόομαι
συγγυναικονόμος
συγγώνιον
συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθαίρω
συγκαθαρεύω
συγκαθαρμόζω
συγκάθεδρος
συγκαθέζομαι
συγκαθείμαρμαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκω
συγκαθεύδησις
συγκαθεύδω
συγκαθέψω
συγκάθημαι
συγκαθιδρύω
View word page
συγκαθαρμόζω
to join in composing the limbs
ShortDef
to join in composing the limbs
Debugging
Headword:
συγκαθαρμόζω
Headword (normalized):
συγκαθαρμόζω
Headword (normalized/stripped):
συγκαθαρμοζω
IDX:
82376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82377
Key:
Data
{'content': 'to join in composing the limbs'}