Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγγράφω
συγγυμνάζω
συγγυμνασία
συγγυμναστής
συγγυμνόομαι
συγγυναικονόμος
συγγώνιον
συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθαίρω
συγκαθαρεύω
συγκαθαρμόζω
συγκάθεδρος
συγκαθέζομαι
συγκαθείμαρμαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκω
συγκαθεύδησις
συγκαθεύδω
συγκαθέψω
συγκάθημαι
View word page
συγκαθαρεύω
to be pure
ShortDef
to be pure
Debugging
Headword:
συγκαθαρεύω
Headword (normalized):
συγκαθαρεύω
Headword (normalized/stripped):
συγκαθαρευω
IDX:
82375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82376
Key:
Data
{'content': 'to be pure'}