Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγγραφοφύλαξ
συγγράφω
συγγυμνάζω
συγγυμνασία
συγγυμναστής
συγγυμνόομαι
συγγυναικονόμος
συγγώνιον
συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθαίρω
συγκαθαρεύω
συγκαθαρμόζω
συγκάθεδρος
συγκαθέζομαι
συγκαθείμαρμαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκω
συγκαθεύδησις
συγκαθεύδω
συγκαθέψω
View word page
συγκαθαίρω
purify together, at the same time

ShortDef

purify together, at the same time

Debugging

Headword:
συγκαθαίρω
Headword (normalized):
συγκαθαίρω
Headword (normalized/stripped):
συγκαθαιρω
IDX:
82374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82375
Key:

Data

{'content': 'purify together, at the same time'}