Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύγγραφος
συγγραφοφύλαξ
συγγράφω
συγγυμνάζω
συγγυμνασία
συγγυμναστής
συγγυμνόομαι
συγγυναικονόμος
συγγώνιον
συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθαίρω
συγκαθαρεύω
συγκαθαρμόζω
συγκάθεδρος
συγκαθέζομαι
συγκαθείμαρμαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκω
συγκαθεύδησις
συγκαθεύδω
View word page
συγκαθαιρέω
to put down together, to join in putting down
ShortDef
to put down together, to join in putting down
Debugging
Headword:
συγκαθαιρέω
Headword (normalized):
συγκαθαιρέω
Headword (normalized/stripped):
συγκαθαιρεω
IDX:
82373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82374
Key:
Data
{'content': 'to put down together, to join in putting down'}