Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγγραφοδιαθήκη
σύγγραφος
συγγραφοφύλαξ
συγγράφω
συγγυμνάζω
συγγυμνασία
συγγυμναστής
συγγυμνόομαι
συγγυναικονόμος
συγγώνιον
συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθαίρω
συγκαθαρεύω
συγκαθαρμόζω
συγκάθεδρος
συγκαθέζομαι
συγκαθείμαρμαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκω
συγκαθεύδησις
View word page
συγκαθαγίζω
to burn up together

ShortDef

to burn up together

Debugging

Headword:
συγκαθαγίζω
Headword (normalized):
συγκαθαγίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκαθαγιζω
IDX:
82372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82373
Key:

Data

{'content': 'to burn up together'}