Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνταπειλέω
ἀνταπερύκω
ἀνταπέχω
ἀνταποδείκνυμι
ἀνταποδίδωμι
ἀνταπόδομα
ἀνταπόδοσις
ἀνταποδοτέον
ἀνταποδοτικός
ἀνταποδύομαι
ἀνταποθνῄσκω
ἀνταποκατάστασις
ἀνταποκαταστατικός
ἀνταποκρίνομαι
ἀνταπόκρισις
ἀνταποκτείνω
ἀνταπολαμβάνω
ἀνταπόλλυμι
ἀνταπολογέομαι
ἀνταποπαίζω
ἀνταπόπαλσις
View word page
ἀνταποθνῄσκω
to die in turn

ShortDef

to die in turn

Debugging

Headword:
ἀνταποθνῄσκω
Headword (normalized):
ἀνταποθνῄσκω
Headword (normalized/stripped):
ανταποθνησκω
IDX:
8235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8236
Key:

Data

{'content': 'to die in turn'}