Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγγνωρίζω
σύγγνωσις
συγγνωστέα
συγγνωστέος
συγγνωστός
συγγογγύλλω
συγγομφόω
σύγγονος
σύγγραμμα
συγγραμματεύς
συγγραμματεύω
συγγραμματοφύλαξ
συγγραπτέον
συγγραφεύς
συγγραφή
συγγραφικός
συγγράφιον
συγγραφοδιαθήκη
σύγγραφος
συγγραφοφύλαξ
συγγράφω
View word page
συγγραμματεύω
to be γραμματεύς along with another

ShortDef

to be γραμματεύς along with another

Debugging

Headword:
συγγραμματεύω
Headword (normalized):
συγγραμματεύω
Headword (normalized/stripped):
συγγραμματευω
IDX:
82355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82356
Key:

Data

{'content': 'to be γραμματεύς along with another'}