Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγγνωμονητέον
συγγνωμονικός
συγγνωμοσύνη
συγγνώμων
συγγνωρίζω
σύγγνωσις
συγγνωστέα
συγγνωστέος
συγγνωστός
συγγογγύλλω
συγγομφόω
σύγγονος
σύγγραμμα
συγγραμματεύς
συγγραμματεύω
συγγραμματοφύλαξ
συγγραπτέον
συγγραφεύς
συγγραφή
συγγραφικός
συγγράφιον
View word page
συγγομφόω
to fasten together with nails
ShortDef
to fasten together with nails
Debugging
Headword:
συγγομφόω
Headword (normalized):
συγγομφόω
Headword (normalized/stripped):
συγγομφοω
IDX:
82351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82352
Key:
Data
{'content': 'to fasten together with nails'}