Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγγνώμη
συγγνωμονέω
συγγνωμονητέον
συγγνωμονικός
συγγνωμοσύνη
συγγνώμων
συγγνωρίζω
σύγγνωσις
συγγνωστέα
συγγνωστέος
συγγνωστός
συγγογγύλλω
συγγομφόω
σύγγονος
σύγγραμμα
συγγραμματεύς
συγγραμματεύω
συγγραμματοφύλαξ
συγγραπτέον
συγγραφεύς
συγγραφή
View word page
συγγνωστός
to be pardoned, pardonable, allowable
ShortDef
to be pardoned, pardonable, allowable
Debugging
Headword:
συγγνωστός
Headword (normalized):
συγγνωστός
Headword (normalized/stripped):
συγγνωστος
IDX:
82349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82350
Key:
Data
{'content': 'to be pardoned, pardonable, allowable'}