Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνταπαμείβομαι
ἀνταπατάω
ἀνταπειλέω
ἀνταπερύκω
ἀνταπέχω
ἀνταποδείκνυμι
ἀνταποδίδωμι
ἀνταπόδομα
ἀνταπόδοσις
ἀνταποδοτέον
ἀνταποδοτικός
ἀνταποδύομαι
ἀνταποθνῄσκω
ἀνταποκατάστασις
ἀνταποκαταστατικός
ἀνταποκρίνομαι
ἀνταπόκρισις
ἀνταποκτείνω
ἀνταπολαμβάνω
ἀνταπόλλυμι
ἀνταπολογέομαι
View word page
ἀνταποδοτικός
belonging to or marking ἀνταπόδοσις
ShortDef
belonging to or marking ἀνταπόδοσις
Debugging
Headword:
ἀνταποδοτικός
Headword (normalized):
ἀνταποδοτικός
Headword (normalized/stripped):
ανταποδοτικος
IDX:
8233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8234
Key:
Data
{'content': 'belonging to or marking ἀνταπόδοσις'}