Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγγεννήτωρ
συγγενοκτόνος
συγγεοῦχος
συγγέρων
συγγεύομαι
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
σύγγηρος
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
συγγλοιόομαι
σύγγνοια
συγγνώμη
συγγνωμονέω
συγγνωμονητέον
συγγνωμονικός
συγγνωμοσύνη
συγγνώμων
συγγνωρίζω
View word page
συγγίγνομαι
to be with
ShortDef
to be with
Debugging
Headword:
συγγίγνομαι
Headword (normalized):
συγγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
συγγιγνομαι
IDX:
82335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82336
Key:
Data
{'content': 'to be with'}