Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγγέννημα
συγγεννήτωρ
συγγενοκτόνος
συγγεοῦχος
συγγέρων
συγγεύομαι
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
σύγγηρος
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
συγγλοιόομαι
σύγγνοια
συγγνώμη
συγγνωμονέω
συγγνωμονητέον
συγγνωμονικός
συγγνωμοσύνη
συγγνώμων
View word page
σύγγηρος
growing old together

ShortDef

growing old together

Debugging

Headword:
σύγγηρος
Headword (normalized):
σύγγηρος
Headword (normalized/stripped):
συγγηρος
IDX:
82334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82335
Key:

Data

{'content': 'growing old together'}