Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγγένησις
συγγενικός
συγγεννάω
συγγέννημα
συγγεννήτωρ
συγγενοκτόνος
συγγεοῦχος
συγγέρων
συγγεύομαι
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
σύγγηρος
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
συγγλοιόομαι
σύγγνοια
συγγνώμη
συγγνωμονέω
συγγνωμονητέον
View word page
συγγέωργος
a fellow-labourer

ShortDef

a fellow-labourer

Debugging

Headword:
συγγέωργος
Headword (normalized):
συγγέωργος
Headword (normalized/stripped):
συγγεωργος
IDX:
82331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82332
Key:

Data

{'content': 'a fellow-labourer'}