Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγγενεύς
συγγένημα
συγγενής
συγγένησις
συγγενικός
συγγεννάω
συγγέννημα
συγγεννήτωρ
συγγενοκτόνος
συγγεοῦχος
συγγέρων
συγγεύομαι
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
σύγγηρος
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
συγγλοιόομαι
σύγγνοια
View word page
συγγέρων
a co-mate in old age

ShortDef

a co-mate in old age

Debugging

Headword:
συγγέρων
Headword (normalized):
συγγέρων
Headword (normalized/stripped):
συγγερων
IDX:
82328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82329
Key:

Data

{'content': 'a co-mate in old age'}