Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγγένειος
συγγενέτειρα
συγγενεύς
συγγένημα
συγγενής
συγγένησις
συγγενικός
συγγεννάω
συγγέννημα
συγγεννήτωρ
συγγενοκτόνος
συγγεοῦχος
συγγέρων
συγγεύομαι
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
σύγγηρος
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
View word page
συγγενοκτόνος
slaying one's kindred

ShortDef

slaying one's kindred

Debugging

Headword:
συγγενοκτόνος
Headword (normalized):
συγγενοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
συγγενοκτονος
IDX:
82326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82327
Key:

Data

{'content': "slaying one's kindred"}