Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγγένεια
συγγένειος
συγγενέτειρα
συγγενεύς
συγγένημα
συγγενής
συγγένησις
συγγενικός
συγγεννάω
συγγέννημα
συγγεννήτωρ
συγγενοκτόνος
συγγεοῦχος
συγγέρων
συγγεύομαι
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
σύγγηρος
συγγίγνομαι
View word page
συγγεννήτωρ
one who assists in generating, common parent

ShortDef

one who assists in generating, common parent

Debugging

Headword:
συγγεννήτωρ
Headword (normalized):
συγγεννήτωρ
Headword (normalized/stripped):
συγγεννητωρ
IDX:
82325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82326
Key:

Data

{'content': 'one who assists in generating, common parent'}