Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγγείτων
συγγελάω
συγγένεια
συγγένειος
συγγενέτειρα
συγγενεύς
συγγένημα
συγγενής
συγγένησις
συγγενικός
συγγεννάω
συγγέννημα
συγγεννήτωρ
συγγενοκτόνος
συγγεοῦχος
συγγέρων
συγγεύομαι
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
View word page
συγγεννάω
assist in procreating

ShortDef

assist in procreating

Debugging

Headword:
συγγεννάω
Headword (normalized):
συγγεννάω
Headword (normalized/stripped):
συγγενναω
IDX:
82323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82324
Key:

Data

{'content': 'assist in procreating'}