Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγγείτνιος
συγγείτων
συγγελάω
συγγένεια
συγγένειος
συγγενέτειρα
συγγενεύς
συγγένημα
συγγενής
συγγένησις
συγγενικός
συγγεννάω
συγγέννημα
συγγεννήτωρ
συγγενοκτόνος
συγγεοῦχος
συγγέρων
συγγεύομαι
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
View word page
συγγενικός
congenital, hereditary

ShortDef

congenital, hereditary

Debugging

Headword:
συγγενικός
Headword (normalized):
συγγενικός
Headword (normalized/stripped):
συγγενικος
IDX:
82322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82323
Key:

Data

{'content': 'congenital, hereditary'}