Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγγαμέω
σύγγαμος
συγγείτνιος
συγγείτων
συγγελάω
συγγένεια
συγγένειος
συγγενέτειρα
συγγενεύς
συγγένημα
συγγενής
συγγένησις
συγγενικός
συγγεννάω
συγγέννημα
συγγεννήτωρ
συγγενοκτόνος
συγγεοῦχος
συγγέρων
συγγεύομαι
συγγεωργέω
View word page
συγγενής
born with, congenital, natural, in-born

ShortDef

born with, congenital, natural, in-born

Debugging

Headword:
συγγενής
Headword (normalized):
συγγενής
Headword (normalized/stripped):
συγγενης
IDX:
82320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82321
Key:

Data

{'content': 'born with, congenital, natural, in-born'}