Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνταξιόω
ἀνταπαιτέω
ἀνταπαμείβομαι
ἀνταπατάω
ἀνταπειλέω
ἀνταπερύκω
ἀνταπέχω
ἀνταποδείκνυμι
ἀνταποδίδωμι
ἀνταπόδομα
ἀνταπόδοσις
ἀνταποδοτέον
ἀνταποδοτικός
ἀνταποδύομαι
ἀνταποθνῄσκω
ἀνταποκατάστασις
ἀνταποκαταστατικός
ἀνταποκρίνομαι
ἀνταπόκρισις
ἀνταποκτείνω
ἀνταπολαμβάνω
View word page
ἀνταπόδοσις
a giving back in turn

ShortDef

a giving back in turn

Debugging

Headword:
ἀνταπόδοσις
Headword (normalized):
ἀνταπόδοσις
Headword (normalized/stripped):
ανταποδοσις
IDX:
8231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8232
Key:

Data

{'content': 'a giving back in turn'}