Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύγγαμβροι
σύγγαμβρος
συγγαμέτης
συγγαμέω
σύγγαμος
συγγείτνιος
συγγείτων
συγγελάω
συγγένεια
συγγένειος
συγγενέτειρα
συγγενεύς
συγγένημα
συγγενής
συγγένησις
συγγενικός
συγγεννάω
συγγέννημα
συγγεννήτωρ
συγγενοκτόνος
συγγεοῦχος
View word page
συγγενέτειρα
parent, mother

ShortDef

parent, mother

Debugging

Headword:
συγγενέτειρα
Headword (normalized):
συγγενέτειρα
Headword (normalized/stripped):
συγγενετειρα
IDX:
82317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82318
Key:

Data

{'content': 'parent, mother'}