Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγγάλακτος
συγγαλακτοτροφέω
συγγαληνιάω
σύγγαμβροι
σύγγαμβρος
συγγαμέτης
συγγαμέω
σύγγαμος
συγγείτνιος
συγγείτων
συγγελάω
συγγένεια
συγγένειος
συγγενέτειρα
συγγενεύς
συγγένημα
συγγενής
συγγένησις
συγγενικός
συγγεννάω
συγγέννημα
View word page
συγγελάω
laugh with, join in laughter

ShortDef

laugh with, join in laughter

Debugging

Headword:
συγγελάω
Headword (normalized):
συγγελάω
Headword (normalized/stripped):
συγγελαω
IDX:
82314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82315
Key:

Data

{'content': 'laugh with, join in laughter'}