Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συβωτέω
συβώτης
συβωτικός
συγγάλακτος
συγγαλακτοτροφέω
συγγαληνιάω
σύγγαμβροι
σύγγαμβρος
συγγαμέτης
συγγαμέω
σύγγαμος
συγγείτνιος
συγγείτων
συγγελάω
συγγένεια
συγγένειος
συγγενέτειρα
συγγενεύς
συγγένημα
συγγενής
συγγένησις
View word page
σύγγαμος
united in wedlock, married
ShortDef
united in wedlock, married
Debugging
Headword:
σύγγαμος
Headword (normalized):
σύγγαμος
Headword (normalized/stripped):
συγγαμος
IDX:
82311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82312
Key:
Data
{'content': 'united in wedlock, married'}